Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΩΣ ΜΕΣΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ

Κάθε υπερήμερος δανειολήπτης, από τη στιγμή που θα βρεθεί σε αδυναμία να εξυπηρετήσει τις δανειακές του υποχρεώσεις, θα κληθεί να ρυθμίσει την υφιστάμενη οφειλή του, διαφορετικά τα ξένα FUND μέσω των εγχώριων εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων θα εκκινήσουν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, προχωρώντας αφενός σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης και εν συνεχεία σε έκδοση Διαταγής Πληρωμής. Ωστόσο, απώτερος σκοπός τους είναι να προβούν σε κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του εκάστοτε υπερήμερου δανειολήπτη και εν συνεχεία να διενεργηθεί αναγκαστικός πλειστηριασμός, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι χρηματικές τους απαιτήσεις.

Η επιβολή της κατάσχεσης αποτελεί για τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη επαχθές μέτρο, αφού τον εμποδίζει να διαθέσει το κατασχεμένο περιουσιακό του στοιχείο, ενώ συγχρόνως προαναγγέλλει και την οριστική αποξένωσή του από αυτό με τη διενέργεια πλειστηριασμού.

Δεν είναι πάντως λίγες οι φορές που ο επισπεύδων δανειστής, παρά την επιβληθείσα κατάσχεση, κωλυσιεργεί. Σε μια τέτοια περίπτωση ο οφειλέτης βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, καθώς αφενός δεν έχει το δικαίωμα να διαθέσει τα δεσμευμένα του περιουσιακά στοιχεία, αφετέρου δεν βλέπει τους δανειστές του να ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους. Μάλιστα, τα τελευταία έτη το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται όλο και πιο συχνά, δεδομένου ότι η πανδημία COVID- SARS 19 που έπληξε την παγκόσμια κοινότητα οδήγησε σε αναστολή χιλιάδες πλειστηριασμούς ακίνητης περιουσίας για μακρό χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα αυτή να παραμένει δεσμευμένη έως και 5 έτη.

Για το λόγο αυτό προβλέφθηκε στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 1019, ο θεσμός της ανατροπής της κατάσχεσης. Ουσιαστικά η διάταξη αυτή λειτουργεί εν είδη τιμωρίας του δανειστή που αδρανεί αδικαιολόγητα, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε διαιώνιση της εκτελεστικής διαδικασίας, και εν τέλει να καθίσταται το κατασχεθέν αντικείμενο οιονεί εκτός συναλλαγής.

Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον, δηλαδή προεχόντως ο κύριος του ακινήτου, μπορεί στην περίπτωση κατά την οποία έχει παρέλθει χρονικό διάστημα ενός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης έως και την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού του ακινήτου του ή χρονικό διάστημα έξι μηνών από τον αναπλειστηριασμό του ακινήτου έως το χρονικό σημείο διεξαγωγής του πλειστηριασμού, να προβεί στην κατάθεση αίτησης ανατροπής κατάσχεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κατασχεμένο ακίνητο.

Ο υπολογισμός της δικονομικής προθεσμίας του ενός έτους, κατ΄ άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρχίζει πάντοτε από την επομένη της επιβολής της κατάσχεσης και εκτείνεται έως και την προηγούμενη ημέρα του πλειστηριασμού που πρόκειται να διενεργηθεί.

Ωστόσο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 1019 ΚπολΔ υπάρχουν χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο επισπεύδων δανειστής δεν δύναται για νομικούς ή πραγματικούς λόγους να συνεχίσει την εκτελεστική διαδικασία, με αποτέλεσμα αυτά να μην συνυπολογίζονται στην προθεσμία του άρθρου 1019 ΚπολΔ και να αφαιρούνται από το έτος που πρέπει να παρέλθει και ειδικότερα:

α) το χρονικό διάστημα από την έκδοση δικαστικής απόφασης, η οποία διατάσσει κατ’ άρθρο 966 παρ. 3 & 4 ΚΠολΔ την συνέχιση του πλειστηριασμού, μέχρι την ορισθείσα από αυτήν ημέρα διεξαγωγής του νέου πλειστηριασμού.

β) το χρονικό διάστημα για το οποίο χορηγήθηκε αναστολή της εκτέλεσης με δικαστική απόφαση,

γ) το χρονικό διάστημα αναστολής του πλειστηριασμού, που επήλθε με κοινή συμφωνία επισπεύδοντος και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη, εφόσον όμως γνωστοποιήθηκε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού,

δ) το χρονικό διάστημα από την 1η έως 31η Αυγούστου, κατά το οποίο απαγορεύεται η διενέργεια πλειστηριασμού .

Ωστόσο, ένα μέρος της θεωρίας και της νομολογίας υποστηρίζει ότι η αφαίρεση του χρόνου της παρεμπόδισης της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας συντρέχει και σε άλλες περιπτώσεις μη προβλεπόμενες στο άρθρο 1019 παρ.2 ΚΠολΔ.

Συγκεκριμένα, χωρεί αναλογική εφαρμογή για:

α) το χρονικό διάστημα από την δημοσίευση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που ακύρωσε την κατάσχεση, ως την δημοσίευση της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή την έφεση και εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση.

β) το χρονικό διάστημα της παράτασης που έχει χορηγηθεί στον οφειλέτη για την εξόφληση του χρέους του, χωρίς η συμφωνία αυτή να έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου

γ) τη περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών (λόγω COVID- SARS 19 και φυσικών καταστροφών), όπως και σε περίπτωση διενέργειας εκλογών.

δ) τη περίπτωση αναστολής ατομικών διώξεων λόγω κήρυξης του οφειλέτη σε πτώχευση

ενώ υπάρχει διχογνωμία τόσο στη νομολογία όσο και στη θεωρία αν πρέπει να αφαιρούνται α) το χρονικό διάστημα από την επομένη της κατάσχεσης έως την ημερομηνία διεξαγωγής του αρχικού πλειστηριασμού καθώς επίσης και β) το χρονικό διάστημα από την επομένη ημέρα της εντολής του επισπεύδοντος για συνέχιση του πλειστηριασμού, είτε έπειτα από αναστολή είτε έπειτα από ματαίωση του προηγούμενου πλειστηριασμού, έως την νέα ημερομηνία διεξαγωγής του.

Το δικαστήριο, που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνον την ύπαρξη των προϋποθέσεων του νόμου και, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της παρέλευσης του νόμιμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να την διατάξει (ΑΠ 1531/1995, ΕιρΡοδ 38/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS).

Μετά τη δημοσίευση της απόφασης ανατροπής, η κατάσχεση αποδυναμώνεται και δεν μπορεί πλέον να στηρίξει τη συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι έγκυρο πλειστηριασμό. Προς τούτο, ο γραμματέας του αρμόδιου Δικαστηρίου σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ανατροπής, γνωστοποιεί αμέσως την εκδοθείσα απόφαση στον αρμόδιο υπάλληλο του Πλειστηριασμού – Συμβολαιογράφο, ο οποίος κατόπιν τούτου υποχρεούται να απέχει από κάθε περαιτέρω ενέργεια τείνουσα στον Πλειστηριασμό.

Σε κάθε περίπτωση, η ανατροπή της κατάσχεσης δεν επισύρει αναδρομικά αποτελέσματα και δεν θίγει τις συνέπειες που παρήγαγε ήδη η επιβολή της.

ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ

Tομείς Δικαίου

Tομείς Οικονομικής
Δραστηριότητας